Η Συμπεριφορική Ψυχοθεραπεία ή Θεραπεία Συμπεριφοράς (Behavioural Psychotherapy/ Behaviour Therapy) χορηγείται σήμερα συνήθως ως μέρος της πιο σύγχρονης και εμπειρικά τεκμηριωμένης ψυχοθεραπευτικής προσέγγισης που ονομάζεται Γνωσιακή- Συμπεριφορική Ψυχοθεραπεία. Παράλληλα, πολλοί επαγγελματίες ψυχικής υγείας επιλέγουν να χορηγούν τη θεραπεία συμπεριφοράς ως βασική μορφή ψυχοθεραπείας για τη θεραπεία αρκετών ομάδων ψυχικών διαταραχών, όπως είναι οι διαταραχές άγχους, οι ιδεοψυχαναγκαστικές και συνδεόμενες διαταραχές, οι διαταραχές συνδεόμενες με το τραύμα, οι διαταραχές σωματικών συμπτωμάτων (πχ διαταραχή άγχους ασθενείας) κ.α., καθώς τεκμηριώνεται από πληθώρα μελετών η αποτελεσματικότητά της ως θεραπεία εκλογής για τις διαταραχές αυτές και η διατήρηση των θεραπευτικών κερδών μακροπρόθεσμα.
Εδώ η λέξη «συμπεριφορά» δεν αναφέρεται στην έννοια του «φερσίματός» μας (πχ πώς φερόμαστε στους άλλους) αλλά σε όλα όσα κάνουμε καθημερινά στη ζωή μας και στους τρόπους με τους οποίους τα κάνουμε. Η θεραπεία συμπεριφοράς έχει στόχο να τροποποιήσει δυσλειτουργικές ή δυσπροσαρμοστικές συμπεριφορές μας (συμπεριφορές παθολογικής αναζήτησης ασφάλειας, παθολογικές αποφυγές κ.α.), που ευθύνονται για την εγκατάσταση και συντήρηση ψυχοπαθολογικών καταστάσεων και να τις αντικαταστήσει με αντίστοιχες μη βλαπτικές και προσαρμοστικές. Πριν την εφαρμογή των βασικών θεραπευτικών τεχνικών κάποιες συνεδρίες αφιερώνονται στην ψυχο-εκπαίδευση του θεραπευόμενου. Αυτό σημαίνει ότι ο θεραπευόμενος παίρνει όλες τις πληροφορίες που χρειάζεται για να κατανοήσει τη φύση του προβλήματός του, πώς εγκαταστάθηκε και γιατί, ποιός είναι ο μηχανισμός του και πώς αυτό συντηρείται. Για παράδειγμα, αν έχουμε έναν πάσχοντα από παθολογικό άγχος, μέσω της ψυχοεκπαίδευσης ο θεραπευόμενος παίρνει όλη την απαραίτητη πληροφορία και γνώση σε σχέση με τη φυσιολογία του άγχους, για το αν κινδυνεύει από αυτό, για το πως εκλύθηκε η διαταραχή άγχους από την οποία πάσχει και πώς αυτή συντηρείται. Ακόμα, εκπαιδεύεται σε σωστούς τρόπους διαχείρισης του άγχους του τόσο για τις στιγμές που αυτό εκδηλώνεται έντονα όσο και μακροπρόθεσμα. Η θεραπεία συμπεριφοράς χρησιμοποιεί διάφορες θεραπευτικές τεχνικές με κυριότερη την τεχνική της έκθεσης. Η τεχνική της έκθεσης αφορά στη σταδιακή έκθεση του πάσχοντα σε ερεθίσματα που συνήθως μέχρι τότε αποφεύγονται από αυτόν επειδή του προκαλούν άγχος, ή υπομένονται με δυσφορία (πχ να μπαίνει σε ασανσέρ), με αποτέλεσμα τη συντήρηση του παθολογικού άγχους και των υπόλοιπων συμπτωμάτων της διαταραχής. Η σταδιακή έκθεση οδηγεί τον θεραπευόμενο σε εξοικίωση με το ερέθισμα το οποίο αποφεύγει λόγω δυσφορίας, φόβου ή άγχους, με αποτέλεσμα το άγχος να μειωθεί αισθητά ή και να εξαφανιστεί και έτσι ο πάσχων να επιστρέψει σε πλήρη λειτουργικότητα στην καθημερινή του ζωή. Σήμερα, παρά τα τεράστια οφέλη της θεραπείας συμπεριφοράς στη θεραπεία πολλών ψυχικών προβλημάτων, όπως αυτά που προαναφέρθηκαν, συνεχίζουν να επικρατούν διάφοροι μύθοι γύρω από αυτήν. Αυτοί είναι: Μύθος 1: Ότι είναι «μηχανιστική» και απρόσωπη και εφαρμόζεται σαν «manual» με ίδια βήματα σε όλους. Αλήθεια: Στην πραγματικότητα ισχύει το αντίθετο: η συμπεριφορική θεραπεία είναι απολύτως εξατομικευμένη και διαφοροποιείται για κάθε θεραπευόμενο ως προς τη διάρκεια, το ρυθμό και το είδος των θεραπευτικών ασκήσεων. Έχει τα βέλτιστα αποτελέσματα εφόσον εφαρμοστεί στο πλαίσιο μιας ειλικρινούς θεραπευτικής σχέσης αμοιβαίας εμπιστοσύνης και συνεργασίας μεταξύ του θεραπευτή και του θεραπευόμενου (συνθήκη έτσι κι αλλιώς απαραίτητη στην εφαρμογή όλων των ειδών ψυχοθεραπείας), εφόσον ο θεραπευόμενος έχει δεσμευθεί και επενδύσει με ειλικρίνεια στην ψυχοθεραπεία του και είναι συνεπής ως προς τα ραντεβού του και τη δουλειά που έχει να κάνει μεταξύ των συνεδριών και φυσικά, εάν οι θεραπευτικές τεχνικές εφαρμόζονται σωστά από την πλευρά του θεραπευτή. Το αποτέλεσμα κατά τη λήξη της ψυχοθεραπείας συμπεριφοράς είναι -και πρέπει πάντα να είναι- ο θεραπευόμενος να έχει γίνει «ο θεραπευτής» του εαυτού του, δηλαδή, να γνωρίζει πώς να διαχειρίζεται σωστά το πρόβλημά του χωρίς να έχει πλέον ανάγκη τον θεραπευτή του. Μύθος 2: Ότι ασχολείται μόνο με το επιφανειακό σύμπτωμα και δεν εμβαθύνει σε κρυμμένες αιτίες μιας ψυχικής διαταραχής ή δυσκολίας. Αλήθεια: Στην πραγματικότητα η θεραπεία συμπεριφοράς βασίζει τη θεραπευτική της λογική στους κύριους μηχανισμούς μάθησης, όπως είναι η κλασσική εξαρτημένη μάθηση, η συντελεστική μάθηση και η κοινωνική μάθηση, που διδάσκονται σήμερα στις επιστήμες της ψυχολογίας και της ψυχιατρικής στα πλαίσια των πλέον ευρέως αποδεκτών και εμπειρικά τεκμηριωμένων θεωριών. Επίσης αποσαφηνίζει στον πάσχοντα τον ψυχολογικό μηχανισμό μέσα από τον οποίο έχει προκύψει το ψυχολογικό πρόβλημά του έτσι ώστε να γίνεται σε αυτόν ξεκάθαρο το γιατί αυτή τη στιγμή νοσεί. Για την σύνθεση και την κατανόηση του εξατομικευμένου αυτού μοντέλου, ο θεραπευτής αντλεί πληροφορίες από το ατομικό και το οικογενειακό ιστορικό του θεραπευόμενου, τις συνθήκες της ζωής του πριν και κατά την έναρξη του προβλήματος και από μια πολύ λεπτομερή ανάλυση της τωρινής ζωής και των καθημερινών συμπεριφορών και συνηθειών του πάσχοντα (συμπεριφορική ανάλυση), που είναι κυρίως αυτές που ευθύνονται για τη συντήρηση της ψυχικής παθολογίας. Μύθος 3: Ότι αναγκάζει τον θεραπευόμενο να εκτεθεί σε ερεθίσματα (μέρη, καταστάσεις κτλ) απότομα και χωρίς τη θέλησή του με αποτέλεσμα να βιώσει απότομο και δυσβάσταχτο άγχος ή φόβο, να ταλαιπωρηθεί ή να βασανιστεί. Αλήθεια: Στην πραγματικότητα, τόσο η τεχνική της έκθεσης, όσο και οι υπόλοιπες θεραπευτικές τεχνικές εφαρμόζονται σταδιακά με εξατομίκευση του ρυθμού θεραπείας ανάλογα με τις ιδιαίτερες ανάγκες του κάθε θεραπευόμενου, πάντα μετά από συμφωνία μεταξύ του θεραπευόμενου με τον θεραπευτή του, ποτέ αιφνιδιαστικά και ποτέ εφόσον ο θεραπευόμενος δεν το επιθυμεί. Ο θεραπευόμενος, πριν εκτεθεί σε φοβογόνο ερέθισμα έχει εκπαιδευτεί σε τρόπους και τεχνικές διαχείρισης του άγχους του και έτσι έχει τα όπλα και τη γνώση του τι μπορεί να κάνει κατά τη διάρκεια των θεραπευτικών ασκήσεων έκθεσης. Με αυτό τον τρόπο το άγχος που βιώνει είναι τόσο ανεκτό όσο ο ίδιος έχει προαποφασίσει και συνήθως το αποτέλεσμα είναι κάθε άλλο παρά δυσάρεστο: κάθε θεραπευτική άσκηση έκθεσης είναι μια μικρή νίκη, αφού το άτομο μαθαίνει ότι τελικά και αντέχει, και διαχειρίζεται και εξοικιώνεται με το φοβογόνο ερέθισμα, με αποτέλεσμα αυτό να γίνεται όλο και λιγότερο φοβογόνο. Η εκπαίδευση αυτή είναι πολύτιμη καθώς ο θεραπευόμενος γίνεται σταδιακά θεραπευτής του εαυτού του έχοντας αποκτήσει δεξιότητες που χρησιμοποιεί με αυτοπεποίθηση στο υπόλοιπο της ζωής του. Μύθος 4: Ότι επειδή είναι μια σχετικά σύντομη ψυχοθεραπεία (σε σύγκριση με άλλες μακροχρόνιες ψυχοθεραπείες) τα αποτελέσματά της αποκλείεται να έχουν διάρκεια. Αλήθεια: Στην πραγματικότητα το πιο σημαντικό μέρος της θεραπείας πραγματοποιείται μεταξύ των συνεδριών, μέσα στην καθημερινότητα του θεραπευόμενου, ο οποίος εφαρμόζει τις δεξιότητες διαχείρισης του προβλήματός του στο σπίτι του και στη ζωή του, και πολύ λιγότερο κατά τη διάρκεια της συνεδρίας. Η θεραπεία αυτή εγκαθίσταται ως νέα μάθηση, γίνεται νέα στάση ζωής και παίρνει τη θέση της σε τροποποιημένες, πλέον λειτουργικές συμπεριφορές. Μελέτες follow up έχουν δείξει ότι η πλειοψηφία των ατόμων που έχουν λάβει θεραπεία συμπεριφοράς διατηρούν τα κέρδη από τη θεραπεία τους τουλάχιστον για 2 έτη μετά τη λήξη της. Το σημαντικότερο από τα παραπάνω είναι ότι, εκτός από το αδιαμφισβήτητο θεραπευτικό όφελος, η ψυχοθεραπεία συμπεριφοράς εξοπλίζει το άτομο με αυτάρκεια και αυτοπεποίθηση, και την κερδισμένη ικανότητα να ζει συνειδητά, ενεργά και θετικά τη ζωή του, στεκόμενο με ανθεκτικότητα και λογική απέναντι στην αντιξοότητα. Αυτά είναι κέρδη που διαρκούν, και έτσι θα μπορούσαμε να πούμε ότι η δουλειά της ψυχοθεραπείας συμπεριφοράς δε σταματά με τη λήξη των θεραπευτικών συνεδριών αλλά συνεχίζεται από το ίδιο το άτομο στην υπόλοιπη ζωή του. Νέλλη Παγκάκη Ψυχολόγος- Ψυχοθεραπεύτρια Θεραπεύτρια Συμπεριφοράς με ειδίκευση στη θεραπεία των διαταραχών άγχους και των διαταραχών ιδεοψυχαναγκαστικού τύπου
0 Comments
|
Archives
November 2023
Categories
All
|
Powered by The Mojo Athens